σκελεθρωμένος

σκελεθρωμένος
-η, -ο, Ν
βλ. σκελετωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκελετωμένος — και σκελεθρωμένος, η, ο, Ν σκελετώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκελετώνω. Ο τ. σκελεθρωμένος < σκέλεθρο. Η λ., στον λόγιο τ. ἐσκελετωμένος, μαρτυρείται από το 1873 στον Κ. Ν. Δόσιο] …   Dictionary of Greek

  • κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος …   Dictionary of Greek

  • σκελετωμένος — σκελετωμένος, η, ο και σκελεθρωμένος, η, ο πολύ ισχνός: Κάτω από τα σχισμένα ρούχα του διέκρινες τα σκελετωμένα χέρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”